- ἀπόλλυς
- ἀπόλλῡς , ἀπόλλυμιdestroy utterlypres ind act 2nd sgἀπόλλῡς , ἀπόλλυμιdestroy utterlyimperf ind act 2nd sg (homeric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἀπολλύς — ἀπολλύ̱ς , ἀπόλλυμι destroy utterly pres part act masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καδίσκος — ο (Α καδίσκος) [κάδος] μικρός κάδος αρχ. 1. κάλπη στην οποία οι δικαστές έριχναν τις ψήφους τους (α. «ὁ δὲ καδίσκος... ὁ μὲν ἀπολύων οὗτος, ὁ δ ἀπολλὺς ὁδί», Φρύν. β. «καδίσκων τεττάρων τεθέντων κατὰ τὸν νόμον», Λυκούργ.) 2. (κατά τον Ησύχ.)… … Dictionary of Greek
όλυσος — ὄλυσος (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ὁ ἀπολλύς». [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. αποτελεί διόρθωση τού ὄλοισος και έχει σχηματιστεί από θ. ολ τού ὄλλυμι* (πρβλ. μεθύω > μέθυσος)] … Dictionary of Greek